Οι απαξιωμένοι «πευκιάδες» και η προσφορά που παραβλέπεται… Ωδή στο ελληνικό πεύκο

Οι απαξιωμένοι «πευκιάδες» και η προσφορά που παραβλέπεται… Ωδή στο ελληνικό πεύκο

του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

«…τ’ αεράκι κατεβάζει απ’ το Λυκαβηττό

μήνυμα πεύκου και κρυφομιλήματα»

(«Δρόμος της Αθήνας», Αμαλία Τσακνιά)

Ακούω, διαβάζω απόψεις-κρίσεις αρνητικές, σχόλια απαξιωτικά, για τα «βασανισμένα» πεύκα των λόφων, των βουνών και των αλσών της χώρας μας, που φυτεύτηκαν για να ‘χει πράσινο ο τόπος ο στερημένος, ο αδύναμος, μα σήμερα γνωρίζουν την απαρέσκεια και την επίκριση των συγχρόνων –οι φυτεύσεις έγιναν ως επί το πλείστον με πεύκα των ειδών χαλεπίου ή τραχείας, αλλά και του κυπαρισσιού. Πληγώνομαι με τούτα διότι συνειδητοποιώ ότι εκείνοι που τα λέγουν, πολύ αναλύουν –και …σοφά «επιστημονούν»–, μα λίγο εμβαθύνουν!

Λέγουν ότι κακώς έγιναν τέτοιες φυτεύσεις, ότι κακώς ο τόπος αλλάχθηκε, ότι έγινε μιαν αντινομία, ότι συνετελέσθη ένα κακό στην ελληνική φύση. Η λιγοστή γνώση τού ανθρώπου και το πολύ συναίσθημα, έκαμαν σε εκείνες τις «αθώες» εποχές, την όμορφη σκέψη, τη μεγάλη πράξη –του πρασινισμού του τόπου–, μιαν οικτρή συμβολή. Διότι, τι μας παρεδόθη; Περιβάλλον φτωχό, άχαρο, χωρίς ποικιλία, χωρίς πλούτο. Πεύκα απελπισμένα, ρυτιδωμένα, στεγνωμένα, κακόμορφα, σκιές!, που διαμορφώνουν μιαν εικόνα οίκτου, παρά πνοής. Το τοπίο αποτρέπει, δεν εξυψώνει, η πτωχεία κυριαρχεί. Εισέβαλε ο άνθρωπος, μετέβαλλε, ανέτρεψε φυσικές πορείες (…και ισορροπίες), άλωσε τη φύση. Δημιούργησε περιβάλλοντα εύφλεκτα, επικίνδυνα…

Σε τούτα στέκονται, έχοντας ως γνώμονα την απόλυτη επιστημονική κρίση και την εντύπωση για το αισθητικό αποτέλεσμα, χωρίς όμως να κοιτούν την ουσία της προσπάθειας, παραβλέποντας το ωραίο που παρήχθη και –όσο κι αν το αρνούνται- απολαμβάνεται! «Ποια η φύση της Μεσογείου;», λέγουν.

«Ποια του νησιού, ποια του λόφου, ποια της πόλης, όπου το πεύκο φυτεύτηκε; Ναι, το πεύκο αρμόζει στην μεσογειακή Ελλάδα, όχι όμως ως κυρίαρχο, όχι εκεί όπου έχει λόγο ο θάμνος, το ημίδενδρο, το φρύγανο. Και σε τελική ανάλυση, η γυμνή γη, ο βράχος, έχουν τη γοητεία τους, φτιάχνουν τα δικά τους ιδιαίτερα περιβάλλοντα. Γιατί να τα χαλάσουμε φυτεύοντας πεύκα; Και γιατί μόνον τα πεύκα; Τόσα άλλα όμορφα, της Ελλάδας φυτά έχουμε, που στο τοπικό περιβάλλον αρμόζουν. Αυτά γιατί τα ξεχνούμε;»

Ιδού μιαν τέτοια άποψη: «Αυτά τα πεύκα δημιουργούν διάφορα προβλήματα, όχι μόνο από την άποψη της ταξινομικής και της βιογεωγραφίας τους, αλλά και από την άποψη της οικολογικής αξίας τους και του ρόλου τους στη δυναμική της βλάστησης» (Quezel, 2000). Δέστε και μια δεύτερη, πιο προχωρημένη (!): «Όταν αδυνατεί ένα πευκοδάσος, αυξάνει η ετήσια βιοποικιλότητα. Η επαναλαμβανόμενη διαταραχή, αυξάνει την ποικιλομορφία. Η χρόνια διαταραχή, εάν δεν είναι σημαντική, επιδρά θετικά στην ποικιλομορφία» (Naveh and Kutiel, 1990).

Σεβαστά τα παραπάνω, και ορθά αν τα δούμε με την πραγματιστική λογική, με τη λογική της ανάλυσης και του επιστημονισμού. Όμως, ας σκεφτούμε κάπως διαφορετικά. Ας σταθούμε στην ανάγκη του τοτινού ανθρώπου. Του ανθρώπου που φύτεψε το άγριο δενδρί γιατί το είχε στερηθεί, αφού πριν το κατέστρεψε (… από ανάγκη;) και δεν το απόλαυσε. Ήθελε ένα νέο κόσμο, μια νέα ζωή, ήθελε τη σκιά της φύσης πάνω του, αυτήν που μοιραία –λόγω της σκλαβιάς του και της άτυχης ζωής του– δεν απόλαυσε. Στο πεύκο στάθηκε, γιατί ήταν δένδρο οικείο, ήταν –κατά το μάλλον ή ήττον– δένδρο του περίγυρού του. Ήταν το δένδρο που ο ίδιος κάποτε έριξε με το τσεκούρι του για να ζεσταθεί με το ξύλο του, για να φτιάξει το σπίτι του, για να σπείρει στη γη του ή να την κάμει βοσκοτόπι του.

Είχε μιαν υποχρέωση συνεπώς, που έπρεπε να εκπληρώσει, απέναντι στην ελληνική φύση. Είχε –κατά μία έννοια– αποστολή. Ήξερε ότι ο βράχος, η γυμνή κι υποβαθμισμένη γη, προέκυψαν από τις ενέργειές του, κι έπρεπε, στο μέτρο του δυνατού, να επαναφέρει, να περισώσει, ν’ αναβαθμίσει. Το πεύκο επιλέχθηκε σαν η πιο δυνατή λύση, σύμφωνα με τα μέσα και τις δυνατότητες της εποχής, για να επιτελέσει τον παραπάνω σκοπό. Στο πεύκο, ο Έλλην, έβλεπε το δένδρο, το κάθε δένδρο…

Γνώριζε (ο άνθρωπος εκείνος) ότι το πεύκο θα σταθεί στον τόπο το στερημένο, δε θα τον απορρίψει. Γνώριζε τις δυνατότητές του, τις αντοχές του, το «πείσμα του». Δεν είχε σκέψη δεύτερη συνεπώς, για κάτι άλλο. η σοφία του η λαϊκή, η γνώση του για τον κόσμο της υπαίθρου, η εμπειρική κρίση του, τον ώθησε στην επιλογή αυτή –και δεν το μετάνιωσε, αφού έφτιαξε φύση εκεί οπού το χθαμαλό, το τραχύ, το άγονο κι άστοργο τον απέτρεπαν. Είχε υποχρέωση ν’ αποκαταστήσει, να δημιουργήσει, να φτιάξει. είχε υποχρέωση μετά την υποβάθμιση. Κάτι πρωτογενές, πηγαίο, τον ωθούσε στην πράξη αυτή. Έβλεπε την προσπάθειά του ως αναγέννηση, μετά τη στασιμότητα και το σκοτάδι αιώνων.

Ήθελε νέους κόσμους, νέα τοπία, νέα περιβάλλοντα: αναβαθμισμένα, αναγεννημένα.

Εκείνοι οι φυτευτές, είχαν όραμα: ήθελαν την προαγωγή, επεδίωκαν την προοπτική, που θα πραγματωνόταν μέσα από την αναγέννηση της ελληνικής φύσης. Στο πλαίσιο αυτό, το πεύκο αποτέλεσε το εργαλείο τής μεταλλαγής (φυσικά, αναφερόμαστε στις περιοχές της χώρας που προσδιορίζονται από την μεσογειακή βλάστηση και που το θερμόβιο ελληνικό πεύκο δύναται να έχει φυσική παρουσία, οι οποίες καταλαμβάνουν περίπου το 40% της έκτασής της –πρακτικά, φτάνουν έως εκεί όπου εξαπλώνεται η ελιά).

Ας δούμε τα παραπάνω στην αφήγηση του λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο οποίος –ως δημοσιογράφος– αναφέρεται στην αναδάσωση του λόφου του Φιλοπάππου στις 19-11-1910, σε δημοσίευμα στον Τύπο της εποχής (το κείμενο που ακολουθεί, είναι το όμορφο ρεπορτάζ εκείνου του καιρού):

«Εγεννήθη εν δάσος. Την ώραν που επήγαιναν προς τον λόφον του Φιλοπάππου δια να τον φυτεύσουν πενήντα χιλιάδες λαού, ως μια από τας πλημμύρας που περνούν αιφνιδίως από ξηρούς τόπους και αφίνουν οπίω των πρασιάν, την ώραν εκείνην ηκούσθησαν εις την λεωφόρον της Ακροπόλεως δύο φλογέραι.

Ο λευκομάλλης επαίτης βλάχος, ο οποίος από ετών σύρει την λαλιάν του Πανός εις την πεζότητα των αθηναϊκών δενδροστοιχιών, έχυνεν ασματικόν φύσημα εις την φλογέραν του ζητών κέρματα. Πλησίον του μικρόν βλαχόπουλον έπαιζεν άλλην φλογέραν βαθυφωνοτέραν, αφίνουσαν μιαν βραχνήν στοναχήν βαρβίτου και πλαγιαύλου. Και ενώ τα δεκάλεπτα των διαβατών ερρίπτοντο επί της εξηπλωμένης εμπρός των παλαιάς καπότας, αι δύο φλογέραι βλάχων αλάλουν βαθέως και ελάλουν παραπονετικά.

Δεν ήσαν εμπρός μας δύο επαίται, αλλά δύο εξόριστοι των δασών τα οποία δεν υπάρχουν πλέον. Δεν εζήτουν δεκάλεπτα αι δύο μακραί ποιμενικαί φλογέραι, αλλ’ εζήτουν τα πράσινα βασίλεια, τα οποία κατέπιεν η φλοξ, ενοστάλγουν, εθρήνουν τα αποθανόντα. Και ήσαν οι δύο λεροί βλάχοι οι περιβαλλόμενοι με την ποίησιν της φωτεινής εκείνης εορτής, ήσαν επαίται δένδρων, φυλλωμάτων, ειδυλλίων…

(…)

Ενώ αι χιλιάδες του λαού ανήρχοντο τους λόφους, άνθη από τα αρχαία κάνηστρα των κανηφόρων ανεβλάστανον εις τον αέρα και το αρχαίον πνεύμα των πομπών και των συναγερμών εξήρχετο εις την ζωήν. Ο λαός εκίνησεν από την πόλιν δια να ίδη το δάσος γεννώμενον. Εκίνησεν από την πόλιν όπου απέθανεν η εικών του πρασίνου, την πόλιν όπου δύο δενδρύλλια υψούμενα εντός των σιδηρών φραγμών εις τους δρόμους αναπνέουν κονιορτόν. Λέγουν ότι δεν είδον ίσως αι νεώτεραι Αθήναι συναγερμόν πλήθους ως η προχθεσινή ανθρωποπλημμύρα, η οποία ενηγκαλίσθη τους λόφους λάμπουσα με απειρίαν χρωμάτων εις τον ήλιον. Επί των αρχαίων λόφων, υπό τα μεγάλα μέτωπα και τα μεγάλα νεύματα των κιόνων του Παρθενώνος, εποπτών αυστηρών, η συνάθροισις πενήντα χιλιάδων λαού ανεζωγράφησε τας αρχαίας εκκλησίας της Πνυκός, τον δήμον τον μέγαν και πανίσχυρον.

(…)

Άμφια έλαμψαν την στιγμήν εκείνην και η εκκλησία ηυλόγησε τον ναόν που εθεμελιούτο. Αι πράσιναι γραμαί εγράφοντο ολονέν επί του κιτρίνου λόφου από χείρας απλάστους και ακηλιδώτους ακόμη. Δενδρύλλια ερρίζωναν εις την γην, ομήλικα με τα παιδάρια και τα κοράσια που τα εφύτευαν, διότι μαζύ των θα αναπτυχθούν και θα ζήσουν, γενεάν φυτών με γενεάν ανθρώπων, νέος χυμός, νέον αίμα.

Εις γέρων είπε την τελευταίαν λέξιν της πανηγύρεως.

Διατί απέναντι της φυλακής τού Σωκράτους ιδρύθη το δάσος; Τούτο έπρεπε να φυτευθή απέναντι μιας φυλακής, από τα σιδηροφράγματα της οποίας να προβάλλουν βασανισμέναι αι μορφαί των εμπρηστών. Αλλά υπήρξαν ποτέ φυλακαί αυτών των κακούργων εις την Ελλάδα; Αχ! ας μη πικράνω την γλυκύτητα της πανηγύρεως. Φθάνει…»

Φυτευτές ήταν όλοι τότε, κανείς δεν έμενε αδιάφορος στη μεγαλειώδη προσπάθεια, κανείς απαθής.

Οι δασολόγοι μάλιστα, που πρωτοστάτησαν και συνέβαλαν στις αναδασώσεις εκείνες (ο Παναγής Βαλσαμάκης, ο Νικόλαος Χλωρός, ο Κωνσταντίνος Σάμιος κ.ά.), αξίζουν ειδική αναφορά −βεβαίως, στο όλον έργο πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε την προσφορά της δασικής υπηρεσίας ως σύνολο. Περιβεβλημένοι με μιαν ιδιαίτερη ευαισθησία, απομεμακρυσμένοι από τους συλλογισμούς των τεχνοκρατών και θεριεμένοι από την ορμή της δημιουργίας, είδαν τον κόσμο της ελληνικής φύσης διαφορετικά: είδαν τη λιτή, απέριττη κι ευωδιαστή ελληνική φύση –του πεύκου, του κυπαρισσιού, της ελιάς, της δάφνης, του θυμαριού κ.ά.–, να στολίζει την Ελλάδα, χωρίς να τη «γεμίζει» –όπως συνέβαινε στη Μεσευρώπη και τη Βόρεια Ευρώπη, με τα κλειστά κι ανήλιαγα φυσικά περιβάλλοντά της.

Είδαν στο λιτό, κομψό, απλό πράσινο, την ποιοτική κι αισθητική αναβάθμιση της χώρας. Είδαν ακόμη σε αυτό, τη σωτηρία της, αφού αντέταξαν τη θαλερότητα στη ξηρότητά της και δημιούργησαν άμυνες. Οχύρωσαν το βουνό, το λόφο, την πόλη, για ν’ αλλάξουν τη μοίρα του τόπου, για να γιατρέψουν, να παιδεύσουν, να κατευθύνουν. Χάρη στις προσπάθειές τους, η βασανισμένη ελληνική φύση προστατεύτηκε –στο μέτρο του δυνατού– από τους άφρονες και κακούς Έλληνες, αναδείχθηκε, αναγεννήθηκε και ειδώθηκε ξανά (γι’ αυτούς τους φυτευτές, είχα προτείνει κάποτε να τούς στηθεί ένα μνημείο, ως φόρος τιμής για την τεράστια προσφορά τους στην αναγέννηση του φυσικού περιβάλλοντος στη σύγχρονη Ελλάδα).

Οι φυτευτές εκείνοι έφτιαξαν πίλους πρασίνου πάνω από (σχεδόν) κάθε ελληνική πόλη, από κωμόπολη και χωριό, που βρισκόταν σε λόφο ή πλαγιά, έφτιαξαν δάση περιαστικά, άλση μέσα στις ξηρές ελληνικές πόλεις, που αποτέλεσαν οάσεις–καταφύγια ζωής για τους κατοίκους τους. Περιέβαλαν ξωκκλήσια με «σεμνή» βλάστηση, έφτιαξαν δάση σε γυμνά κι υποβαθμισμένα –λόγω της υπερβόσκησης– εδάφη.

Είδαν στο λιτό, κομψό, απλό πράσινο, την ποιοτική κι αισθητική αναβάθμιση της χώρας. Είδαν ακόμη σε αυτό, τη σωτηρία της, αφού αντέταξαν τη θαλερότητα στη ξηρότητά της και δημιούργησαν άμυνες. Οχύρωσαν το βουνό, το λόφο, την πόλη, για ν’ αλλάξουν τη μοίρα του τόπου, για να γιατρέψουν, να παιδεύσουν, να κατευθύνουν. Χάρη στις προσπάθειές τους, η βασανισμένη ελληνική φύση προστατεύτηκε –στο μέτρο του δυνατού– από τους άφρονες και κακούς Έλληνες, αναδείχθηκε, αναγεννήθηκε (γι’ αυτούς τούς επιστήμονες φυτευτές, είχα προτείνει κάποτε να τούς στηθεί ένα μνημείο, ως φόρος τιμής για την τεράστια προσφορά τους στην αναγέννηση του φυσικού περιβάλλοντος στη σύγχρονη Ελλάδα).

Οι φυτευτές εκείνοι έφτιαξαν πίλους πρασίνου πάνω από (σχεδόν) κάθε ελληνική πόλη, από κωμόπολη και χωριό, που βρισκόταν σε λόφο ή πλαγιά, έφτιαξαν δάση περιαστικά, άλση μέσα στις ξηρές ελληνικές πόλεις, που αποτέλεσαν οάσεις–καταφύγια ζωής για τους κατοίκους τους. Περιέβαλαν ξωκκλήσια με «σεμνή» βλάστηση, έφτιαξαν δάση σε βράχους, σε γυμνά κι υποβαθμισμένα –λόγω της υπερβόσκησης– εδάφη.

Τα περιβάλλοντα αυτά, λειτούργησαν από ένα σημείο και πέρα ως φυσικά, διαμορφώνοντας οικοσυστήματα με οικολογική αξία, αλλά και με κοινωνική προσφορά. Σήμερα για παράδειγμα, το πευκοδάσος του Λυκαβηττού, μετά από 100 περίπου χρόνια ζωής, σε συνδυασμό με τα φρυγανικά είδη του φρυγανότοπου στον οποίον φυτεύτηκε, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός φυσικού οικοσυστήματος, στο κέντρο μάλιστα της ελληνικής πρωτεύουσας, οπού φιλοξενούνται περισσότερα από 100 είδη αυτοφυών φυτών!

Οι φυτευτές εκείνοι έφτιαξαν πίλους πρασίνου πάνω από (σχεδόν) κάθε ελληνική πόλη, από κωμόπολη και χωριό, που βρισκόταν σε λόφο ή πλαγιά, έφτιαξαν δάση περιαστικά, άλση μέσα στις ξηρές ελληνικές πόλεις, που αποτέλεσαν οάσεις–καταφύγια ζωής για τους κατοίκους τους.
Οι φυτευτές εκείνοι έφτιαξαν πίλους πρασίνου πάνω από (σχεδόν) κάθε ελληνική πόλη, από κωμόπολη και χωριό, που βρισκόταν σε λόφο ή πλαγιά, έφτιαξαν δάση περιαστικά, άλση μέσα στις ξηρές ελληνικές πόλεις, που αποτέλεσαν οάσεις–καταφύγια ζωής για τους κατοίκους τους.

Τα πεύκα τούτα τα ελληνικά, βελτίωσαν το μικροκλίμα περιοχών, συνέτειναν στη διατήρηση της τοπικής χλωρίδας, ενσωματώνοντάς την στο νέο που δημιουργήθηκε, κι επανέφεραν την ξεχασμένη πανίδα.  Δεν απαίτησαν από τη γη, δε ζήτησαν χώμα και νερό, καθότι ολιγαρκή και λιτά ήταν, μα έδωσαν σε αυτή το ύστερό τους, ότι ημπορούσαν για την κραταίωση του γλίσχρου, του ισχνού τόπου οπού φυτεύτηκαν, κει στο όριο… Δεν πρόσβαλαν, το λοιπόν, το γύρω τους, μα έτειναν στη φύση με ρόλο αρμονιστικό. Επιπλέον, δημιούργησαν τοπία υψηλής αισθητικής, οπού, η οικεία στον τόπο, στη φυσιογνωμία και την ιστορία του βλάστηση, τον αναδείκνυε μορφοπλαστικά, δίνοντάς του τοπιακή αξία κι αισθητική ποιότητα. Διότι, το πευκοδάσος με τα ιδιαίτερα και μοναδικά χαρακτηριστικά του −την ανεμική μορφή του, την αχνή κόμη του, το λεπιδωτό κορμό του, τη μυρωδιά της ρητίνης του κ.ά.− έδινε μορφή κι άποψη στον τόπο, μυρωδιές και εικόνες, αξία και ποιότητα, κι έκαμε τα στοιχεία της φύσης σύντονά του. Αυτό μεταφορικά το απέδωσε με τον ποιητικό του λόγο ο Γιώργος Σεφέρης στο ≪Επί Σκηνής ΣΤ΄≫, αναφερόμενος στην προσφορά του πεύκου, να κρατά τη μορφή του αγέρα:

≪ Όπως τα πεύκα

κρατούν τη μορφή του αγέρα

ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί

το ίδιο τα λόγια

φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου

κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.≫

Μεγάλη η προσφορά τους, το λοιπόν, πολύ το καλό τους

Ας αναλογιστούμε τούτο: το εν λόγω πράσινο είναι που κατά 80% συνιστά το πράσινο της Αθήνας σήμερα κι απολαμβάνεται από τους κατοίκους της –αλήθεια, θα θέλαμε τους λόφους του Λυκαβηττού, του Φιλοπάππου, του Στρέφη κ.ά. γυμνούς; (οποία καταδίκη για την Αθήνα…)

Είναι αυτό που στήριξε πόλεις και τις κράτησε όρθιες με το περιαστικό του τοίχος, από πλημμυρισμούς και κατολισθήσεις –βλέπε το δάσος του Κεδρηνού λόφου («Σέιχ Σου», κατά την τουρκικήν!..) στη Θεσσαλονίκη, που έσωσε την πόλη από την κακή της μοίρα: να πλημμυρίζει σε κάθε νεροποντή. Είναι αυτό που «ζωντάνεψε» τα γύρω από τις πόλεις εδάφη, που κάλυψε με το αχνό πέπλο του τη στέρηση και δημιούργησε θαλερότητα, εκεί που η απελπισιά έκαμε κάθε προσπάθεια να φαίνεται απατηλή. Είναι αυτό που δέσμευσε δημόσια εδάφη και τα διασφάλισε (ως ένα βαθμό) από τον καταπατητή, από τον ολετήρα, από τον κακό Έλληνα.

Έβλαψε δηλαδή το πεύκο πα στο βράχο της Ακρόπολης, στο βράχο της Ακροναυπλίας, στο κάστρο της Ναυπάκτου; Είμαστε βέβαιοι πως όχι. Το πεύκο στόλισε το μνημείο, εντάχθηκε αρμονικά στο ιστορικό σύνολο, συνταιριάστηκε με τον περίγυρο, αναβάθμισε το φυσικό περιβάλλον, ανέδειξε το τοπίο. Γιατί λοιπόν η επίκρισή του; Στους «πευκώνες», όπως θα έπρεπε να τους αποκαλούσαμε, αν δεν τους σαρκάζαμε!, οφείλουμε…

Ας μην αβίαστα λοιπόν τούς επικρίνουμε, ας μην τους απαξιώνουμε, ας μην τους υποβαθμίζουμε στη συνείδησή μας, καθιστώντας τους έρμα που πρέπει ν’ αποβληθεί. Πρόσφεραν και προσφέρουν, είναι μέρος της ζωής και της ιστορίας μας, είναι η δημιουργία που καθαγιάσθηκε στην ψυχή του Έλληνα, ο οποίος, αλί!, σήμερα μνημοκτονεί και τραγικά λειτουργεί.

Έτσι θα πρέπει να ιδούμε τους πευκώνες της χώρας μας, τις δημιουργίες του Έλληνα: με τα μάτια της ψυχής…

του Αντώνιου Β. Καπετάνιου. Δασολόγου-Περιβαλλοντολόγου.

Πηγή: www.egialos.blogspot.gr (24-8-2009)